- ρέκτωρ
- και ῥαίκτωρ -ορος, ὁ, ΜΑτίτλος διοικητή επαρχίας ή μεγάλου στρατιωτικού σώματοςμσν.ῥέκτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rector «διοικητής» (< rego «διευθύνω, διοικώ»). Η λ. με τη σημ. «ρέκτης» < ῥέζω (Ι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. λέκ-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.